- ανεκδημητος
- ἀνεκδήμητοςἀν-εκδήμητος2неблагоприятный для путешествия
(ἡμέρα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡμέρα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεκδήμητος — ἀνεκδήμητος, ον (Α) [εκδημώ] (για ημέρα) ακατάλληλος, μη ευνοϊκός για αποδημία … Dictionary of Greek
ἀνεκδήμητον — ἀνεκδήμητος unpropitious for a journey masc/fem acc sg ἀνεκδήμητος unpropitious for a journey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)